μαγκούφης

μαγκούφης
-α, -ικο, θηλ. και -ισσα
1. (κυρίως για γέροντα άγαμο) αυτός που ζει χωρίς οικογένεια, μόνος, έρημος
2. (ιδίως ως βρισιά) άνθρωπος ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, ελεεινός
3. (για ζώα) αδέσποτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. valif «κληροδότημα», αντί βαγκούφης, με ανομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαγκούφης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια: Δεν ήθελε να παντρευτεί και έμεινε μαγκούφης. 2. μτφ., κακομοίρης, ανεπρόκοπος: Τέτοιος μαγκούφης που είναι πώς να βρει δουλειά! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγγούφης — ο βλ. μαγκούφης …   Dictionary of Greek

  • μαγκουφιά — η 1. η ιδιότητα τού μαγκούφη, το να ζει κάποιος μόνος 2. το να είναι κάποιος αποτυχημένος, ανεπρόκοπος 3. κακομοιριά, κακοριζικιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούφης + κατάλ. ιά (πρβλ. γρουσουζιά, γυφτ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • μαγκούφικος — η, ο [μαγκούφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαγκούφη, στη μαγκουφιά, κακομοίρικος, κακορίζικος, αχαΐρευτος. επίρρ... μαγκούφικα κακορίζικα, κακομοίρικα …   Dictionary of Greek

  • mangli — MANGLÍ, manglesc, vb. IV. tranz. (arg.) A fura. – Din ţig. manglo. Trimis de claudia, 27.09.2003. Sursa: DEX 98  MANGLÍ vb. v. cere, cerşi, fura, lua, milogi, sustrage. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”